- αγούβιαστος
- άγουβος, η , ο не имеющий выбоин, ям, ровный (о дороге, земле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγούβιαστος — η, ο [γουβιάζω] ο άγουβος* … Dictionary of Greek
άγουβος — η, ο και αγούβιαστος, η, ο αυτός που δεν έχει γούβες, ομαλός: Από ένα σημείο και πέραο δρόμος ήταν άγουβος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)