αγούβιαστος

αγούβιαστος
άγουβος, η , ο не имеющий выбоин, ям, ровный (о дороге, земле)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αγούβιαστος" в других словарях:

  • αγούβιαστος — η, ο [γουβιάζω] ο άγουβος* …   Dictionary of Greek

  • άγουβος — η, ο και αγούβιαστος, η, ο αυτός που δεν έχει γούβες, ομαλός: Από ένα σημείο και πέραο δρόμος ήταν άγουβος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»